< δερμορράφιον
δερμύλλω >
δερμότυλον
,
-ου, τό
• Grafía:
graf. δερμότοιλ-
PLond
.1790.5 (V/VI d.C.)
colchón
o
cojín de cuero
δ. ῥιφὲν κατὰ τοῦ ἐδάφου
Pall.
H.Laus
.55.1, cf.
PLond
.l.c.