δερματώδης, -ες
de piel, dérmico, de la naturaleza de la piel del cuerpo humano y anim.
κάλυμμαArist.HA 505a7,
φλέψArist.HA 513b8,
(ὦτα) δερματωδέστερα ... αὐτοῦ τοῦ τῆς καρδίας σώματοςref. a las aurículas, Gal.2.615,
οἱ τῆς γυναικὸς ὄρχειςAët.16.1
•de plantas
τὸ δὲ ἐκτὸς οὐ σαρκῶδες ἀλλὰ δερματοδέστερονref. al fruto del loto, Thphr.HP 4.3.4,
φλοιόςDsc.1.22
•subst.
τὰ δερματώδη ἀκατέργαστά ἐστινref. a la parte gelatinosa de la ostra, e.e., al animal, Xenocr.29.