< δερμάτειος
Δερματήσιοι >
δερματηρά
,
-ᾶς, ἡ
impuesto sobre pieles
,
PPetr
.3.32 (III a.C.),
PThmouis
1.99.16 (II d.C.),
POxy
.3363.7 (II d.C.).