βρῡχάομαι
βρυχετάω
βρύχετος
βρῡχή
βρῡχηδόν
βρυχηθμός
βρύχημα
βρῡχητάς
βρυχητήρ
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρυχίς·
βρυχμή
βρυχμός
βρυχοειδής
βρυχός
βρύχω
βρυχώδης
Βρύχων
βρύω
βρυώδης
Βρύων
βρυώνη
βρυωνία
βρυωνιάς
βρυωνίς
βρώζω
βρῶμα
1 βρωμάομαι
2 βρωμάομαι
βρωματίζω
βρωμάτιον
βρωματισμός
βρωμᾰτομιξᾰπάτη
βρωματώδης
βρωμέω
βρώμη
βρωμήεις
βρώμησις
βρωμηστής
βρωμήτης
βρωμήτωρ
βρωμολόγος
1 βρῶμος
2 βρῶμος
βρωμώδης
βρωσείω
βρώσιμος
βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέον
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
βῦ
Βύαιοι
Βυαιπαρηνός
βύας
Βύβαι
Βυβαῖος
Βυβάσσιος
Βυβασσός
βυβλ-
βυβλάριον
*βύβλασσα
βυβλει-
Βύβλη
βυβλία