< βρωτέον
βρωτήρ >
βρωτέος
,
-α, -ον
comestible
,
que se puede comer
ζῴα
Eus.
PE
7.6.3
•
subst. τὸ β.
lo comestible
παρασιτική ἐστιν τέχνη ποτέων καὶ βρωτέων
Luc.
Par
.9, cf. Porph.
Abst
.2.10.