< βρώμη
βρώμησις >
βρωμήεις
,
-εντος, ὁ, ἡ
• Alolema(s):
βρωμέεις
Hdn.Gr.2.921
el rebuznador
,
el burro
βρωμήεντος ... κορύνην
Nic.
Al
.409, fem.
βρωμήεντος ἀμελγόμενος
Nic.
Al
.486.