βρῶμα, -ματος, τό


I frec. en op. a la ‘bebida’

1 alimento sólido πονερόν ἐστι β. τυρός Hp.VM 20, cf. 6, 21, σῖτον ... καὶ οἶνον καὶ τυρὸν καὶ εἴ τι ἄλλο β. Th.4.26, cf. 39, X.Lac.2.5, βρώματος ... ἀπέχεσθαι μηδενός Pl.R.571d, Mnesith.Ath.27b, LXX Ge.6.21, Manes 82.6, β. παραπλήσιον σύκῳ Plb.12.2.6, op. πόμα Hp.Morb.4.35, τί β. ἢ τί πῶμα X.Mem.4.7.9, a ποτόν Hp.Morb.4.36, frec. en plu., Hp.VM 14, τῶν βρωμάτων ὀσμαί Arist.EN 1118a15, cf. 1119a8, βρώματα καὶ πόματα πονηρά Hp.VM 20, cf. Epid.2.11, Pl.Lg.782a, 932e, Phld.Mus.p.51K., πόματα καὶ βρώματα καὶ ἀλείμματα Pl.Criti.115b, βρώματα καὶ ποτά LXX 2Es.3.7, op. γάλα 1Ep.Cor.3.2
gener. víveres, alimentos ἔσται τὰ βρώματα πεφυλαγμένα LXX Ge.41.36, ἀγοράσαι βρώματα LXX Ge.42.7, Eu.Matt.14.15, 14.15, ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω Eu.Luc.3.11, cf. Eu.Marc.7.19 (pero cf. βρῶμος)
tb. dicho del alimento de animales βοὺς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ βρώματα LXX Ib.6.5, cf. PHamb.64.26 (II d.C.)
del maná πνευματικὸν β. 1Ep.Cor.10.3.

2 en hendíadis βρώμασι καὶ θύμασι en fiestas en las que se come, e.e. comidas o banquetes festivos Pl.Lg.953e.

II op. otros platos

1 plato, bocado, vianda, manjar β. τὸ παντανάμικτον Philox.Leuc.(e) 13, ἀπογεύεσθαι ... τῶν παντοδαπῶν τῶν βρωμάτων X.Cyr.1.3.4, μεταλλάξαι διάφορα βρώματα ἔσθ' ἡδύ Antiph.240, cf. Plb.3.57.8, ἐβάρυνε τὰ βρώματα τῆς τραπέζης αὐτοῦ LXX 3Re.12.24p, πινάκιον μεστὸν διαφόρων βρωμάτων SB 7369.17 (VI d.C.)
fig. manjar, exquisitez ἦ μέγα τι βρῶμ' †ἐστὶ ἡ† τρυγῳδοποιομουσική Ar.Fr.347.

2 prob. plato principal τὰ ὄψα καὶ τὰ βρώματα Sosip.1.30, διαφέρειν τράγημα βρώματος hay que diferenciar el postre del plato principal Arist.Fr.104.

III usos deriv.

1 corrosión οὐ διασῴζονται ἀπὸ ἰοῦ καὶ βρωμάτων LXX Ep.Ie.11.

2 medic. caries dental, Hp.Epid.4.25, Archig. en Gal.12.859, Dsc.1.105.
• Etimología: V. βιβρώσκω.