< βρωματίζω
βρωματισμός >
βρωμάτιον
,
-ου, τό
platito
,
manjar sencillo
διὰ μέλιτος καὶ λίνου
Ath.111a, cf. Arr.
Epict
.4.8.34
•
sin valor dim.
comida
,
PLugd.Bat
.25.73.3 (VI d.C.).