βραχύλεκτος
Βραχύλη
Βραχύλλης
Βραχυλλίδης
Βράχυλλος
βραχυλογέω
βραχυλόγημα
βραχυλογητέον
βραχυλογία
βραχυλογικός
βραχύλογος
βραχυμερία
βραχυμέριμνος
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχυμυθία·
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαράληκτος
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχύπολις
βραχυπορέω
βραχύπορος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
βρᾰχυρρεπής
βραχυρρήμων
βραχυρριζία
βραχύρριζος
βρᾰχύς
Βράχυς
βραχύσημος
βρᾰχυσίδᾱρος
βρᾰχυσκελής
βρᾰχύσκιος
βραχυστελέχης
βραχύστερνος
βραχύστιχος
βραχυστομία
βραχύστομος
βρᾰχῠσυλλᾰβία
βραχυσύλλαβος
βρᾰχῠσύμβολος
βραχυσώματος
βραχύσωμος
βραχυτελής
βρᾰχύτης
βραχυτομέω
βραχύτομος
βραχυτονέω
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχύυπνος
βραχυφαγία
βρᾰχῠφεγγίτης
βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βρᾰχύωτος
βραχώδης
Βραχώδης ἄκρα
βρεβιατικόν
βρεβιάτωρ
βρέβιον
βρεγκάριος
βρέγκος
1 βρέγμα