βραχύσημος, -ον
métr. que indica poco tiempo
(τὸ ἀναπαιστικόν) πόδας δισυλλάβους βραχυσημοτέρους παραλαμβάνονadmitiendo (el anapesto) pies disilábicos de tiempo más breve Aristid.Quint.48.14.
(τὸ ἀναπαιστικόν) πόδας δισυλλάβους βραχυσημοτέρους παραλαμβάνονadmitiendo (el anapesto) pies disilábicos de tiempo más breve Aristid.Quint.48.14.