βραχύνω
I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio
αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιονGal.18(2).564, del tamaño de un proemio
ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενονLuc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar
συλλαβήνPlu.Per.4
•en v. pas.
ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωναD.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486,
πρὸ τέλους βραχύνεσθαιSch.Er.Il.6.268b.