< βραχύπορος
βραχυπότος >
βραχυπότης
,
-ου
que bebe poco
Hp.
Prorrh
.1.16,
Coac
.95, Gal.8.330, 16.551, Aret.
SA
2.7.5,
CA
1.1.27, Cael.Aur.
CP
3.15.120.