βραχυλογία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón -ίη Hp.Decent.12
1 parquedad en la palabra en la visita a un enfermo
μεμνῆσθαι ... βραχυλογίηςHp.l.c.
•ret. braquilogía, concisión
β. τις ΛακωνικήPl.Prt.343b,
ἐδεῖτο τῆς Πιττακοῦ βραχυλογίαςPlu.2.153e,
οὐ τῷ καταφρονεῖν αἱρεῖσθαι τὴν βραχυλογίανGal.5.360, cf. Sext.Sent.156, Philostr.Dial.1, Gr.Naz.Ep.244.9, Men.Prot.6.1.101,
op. μακρολογίαPl.Grg.449c, Prt.335b,
op. μῆκοςPl.Lg.887b, plu.
διῇμεν τῶν παγκάλων τεχνημάτων βραχυλογιῶν τε καὶ εἰκονολογιῶνPl.Phdr.269a,
ὅτι ἐμφερῆ ταῖς βραχυλογίαιςDemetr.Eloc.243.
2 gram. apócope
‘μάψ’ β. ἐκ τοῦ ‘μάτην’Eust.187.28.