βραχυχρόνιος, -ον
de corta duración
γένοςPl.Ti.75c,
καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήνGal.9.561, cf. 15.794
•subst. τὸ β. brevedad
τοῦ βίουPlu.2.107a,
τοῦ καιροῦGal.17(2).347.
γένοςPl.Ti.75c,
καῦσος ... καὶ περιπνευμονία βραχυχρόνιον ἔχουσιν τὴν ἀρχήνGal.9.561, cf. 15.794
τοῦ βίουPlu.2.107a,
τοῦ καιροῦGal.17(2).347.