< βραχύλογος
βραχυμέριμνος >
βραχυμερία
,
-ας, ἡ
conglomerado de partículas
de la Vía Láctea
συνέστηκε δὲ ἐκ βραχυμερίας νεφελοειδοῦς
Gem.5.68.