< βρεγκάριος
1 βρέγμα >
βρέγκος
,
ὁ
apodo de sign. dud., quizá f.l. por βρεῦκος:
Φίλιστος ... ὁ Βρέγκος
Filipo el saltamontes
(?)
Herod.2.73.