Ἀράνδακος
Βύνδακος
Ἀβέακος
δωρεακός
*Βύζακος
*Γu̯ρίθακος
*Βρίθακος
βύρθακος·
Αἰᾰκός
Ἀννιβιακός
Ἀνουβιακός
Διακός
γερδιακός
δυσωδιακός
ἐλεγειακός
διοσημειακός
δανειακός
βακχειακός
Γυθιακός
Διιακός
1 ἁλιακός
2 ἁλιακός
βυβλιακός
Δηλιακός
γενεθλιᾰκός
ἐντεροκοιλιακός
ἐγκυκλιακός
ἀποταμιακός
Ἀκαδημιακός
δοχμιακός
γενιακός
Ἀρμενιακός
Αἰνιακός
Γαβινιακός
Ἐλευσινιακός
δαιμονιακός
ἁρμονιακός
γειτνιακός
Βιθυνιακός
Δαφνιακός
ἀρραβωνιακός
βουβωνιακός
γωνιακός
Ἀδωνιακός
Ἀπολλωνιακός
Βᾰβῠλωνιακός
Ἀμμωνιακός
ἀννωνιακός
Ἀπιακός
Ἀσκληπιακός
Ἀδριᾰκός
δενδριακός
ἀρτηριακός
δικαστηριακός
ἀκρωτηριακός
βοριακός
δειπνοφοριακός
Δημητριακός
Διοσκουριακός
δυσουριακός
Δωριακός
γενεσιακός
ἀρχαιρεσιακός
ἀφροδισιακός
Ἀφροδισιακός
δημοσιακός
Βησσιακός
Διονῡσιᾰκός
Ἀμᾰθουσιᾰκός
γερουσιακός
Ἀκτιακός