< Ἀπολλωνιάδης
Ἀπολλωνιάς >
Ἀπολλωνιακός
,
-ή, -όν
apoloníaco
,
de Apolo
μονάς
Procl.
in Alc
.83,
πηγή
Dam.
Pr
.95,
ὄρνεον
Olymp.
in Alc
.2.31
•
subst. τὰ Ἀ.
atributos de Apolo
Ph.2.560.