ἀφροδισιακός, -ή, -όν
• Alolema(s): lat. aphrodisiacus Plin.HN 37.148
1 venéreo, sexual, erótico
τέρψειςD.S.2.23,
ἡδοναίD.S.4.4,
σχῆμαHsch.s.u. σκύλαξ
•neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά impulsos sexuales
ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦPMag.4.404.
2 dud. afrodisíaco
ἐλ]αίδιο(ν) ἀφροδισιακόνPOxy.1293.33 (II d.C.) en BL 6.101, cf. POxy.1293.5, 39.