Ἀνουβιακός, -ή, -όν


de Anubis del brazalete o filacteria usado en ceremonias mágicas λιναρίοις ἀνουβιακοῖς PMag.4.1084, σπάρτῳ Ἀνουβιακῷ PMag.1.147
subst. ἀνουβιακόν brazalete Anúbico ἀνουβιακῶ ἐνδεδεμένον PMag.4.2900.