< Γενέση
γενεσιαλόγος >
γενεσιακός
,
-ή, -όν
del nacimiento
ἡμέρα
Vett.Val.19.1,
ὥρα
Vett.Val.21.23,
μοῖρα
Vett.Val.28.15
•
subst. τὸ γ.
cumpleaños
,
BGU
1843.12 (I a.C.).