< βησσήεις
βησ(σ)ίον >
Βησσιακός
,
-ή, -όν
besiaco
,
de los besos
en Tracia
τῇ γραίῃ τῇ Βησσιακῇ
Hp.
Epid
.7.105, cf. en Gal.19.88.