< ἀρχαιρεσιάζω
ἀρχαιρεσιάρχης >
ἀρχαιρεσιακός
,
-ή, -όν
electoral
,
para elegir magistrados
ἐκκλησία
SEG
27.938.14 (Tlos II d.C.),
IGR
3.474.7 (Balbura III d.C.).