Ἀδωνιακός, -ή, -όν


de Adonis en el prov. ἐκ κήπου Ἀδωνιακοῦ del jardín de Adonis ref. a una planta que se malogra, Arr.Epict.4.8.36 (cf. Ἄδωνις I 1), fig. Πλάτων τὰ πολλὰ ὧν τινες συγγράφουσι τοῖς Ἀδωνιακοῖς κήποις εἴκαζεν Stob.2.6.1.