δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δῐκολέκτης
δῐκόλλῠβον
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δῐκολύμης
Δικόμης
δῐκομήτρα
δικόνδυλος
δικορία
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δῐκορρᾰφέω
δῐκορρᾰφία
δικορράφος
δίκορσος
δῐκόρυμβος
Δικόρυφα
δῐκόρῠφος
δικόρωνον
δικοτέχνης
δικοτύλιον
δῐκότῠλος
δικραδής
δικραής
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δικράνιον
δικρανισμός
δίκρᾱνος
δικρανοφόρος
δικρᾰτής
δίκρατον·
δίκρεας
δίκροος
δίκρος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτέω
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικτάμ[νινος
δικταμνίτης
δικταμνοειδής
δίκταμνον
*Δίκτασσος
δικτατορεύω
δικτατορία
δικτατοῦρα
δικτάτωρ
Δίκτη
Δικτίς
δίκτυ
Δικτύα
δικτυαγωγός
Δικτυακά
δικτυάλωτος
δικτυαρχέω
δικτῠβολέω
δικτῠβόλος