δικόνδυλος, -ον
• Grafía: graf. -κόντ- SB 1958 (III d.C.)
1 de dos nudillos o articulaciones
οἱ δ' ἄλλοι (δάκτυλοι) δικόνδυλοιpor oposición al pulgar, Arist.HA 493b30.
2 con dos salientes ref. un tipo de vasija
ἄνω καὶ κάτω δικόντυλαSB l.c.