< δικραής
δίκραιος >
δικραιόομαι
dividirse
,
bifurcarse
(ἡ ἡπατῖτις) παρὰ τὰς ἐσχάτας δύο πλευρὰς ἐδικραιώθη
Hp.
Epid
.2.4.1.