< δικόρωνον
δικοτύλιον >
δικοτέχνης
,
-ου, ὁ
profesional de la justicia
,
abogado
γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία ἀνάγκη (γενέσθαι)
D.Chr.7.124.