< δικολογέω
δικολόγος >
δικολογία
,
-ας, ἡ
oratoria forense
,
abogacía
Arist.
Rh
.1354
b
29
•
pleito
δ. ἕνεκεν δημοσίων πραγμάτων
Heph.Astr.2.32.17
•
defensa
ante el tribunal, Ath.Al.M.28.1065B,
Gloss
.2.277.