2 βρωμάομαι βρωματίζω βρωμάτιον βρωματισμός βρωμᾰτομιξᾰπάτη βρωματώδης βρωμέω βρώμη βρωμήεις βρώμησις βρωμηστής βρωμήτης βρωμήτωρ βρωμολόγος 1 βρῶμος 2 βρῶμος βρωμώδης βρωσείω βρώσιμος βρῶσις βρωστήρ βρωτέον βρωτέος βρωτήρ βρωτικός βρωτός βρωτύς βῦ Βύαιοι Βυαιπαρηνός βύας Βύβαι Βυβαῖος Βυβάσσιος Βυβασσός βυβλ- βυβλάριον *βύβλασσα βυβλει- Βύβλη βυβλία βυβλιακός Βυβλιάς βυβλιαφόρος βυβλίδιον βυβλινοπέδιλος βύβλινος Βύβλινος βυβλιοθήκη βυβλιοκαταγωγεύς βυβλίον βυβλιοπώλης Βύβλιος βυβλιοφόρος βυβλιοφυλακία βυβλιοφυλακικός βυβλιοφυλάκιον βυβλιοφύλαξ βυβλίς Βυβλίς Βυβλίτης βύβλος Βύβλος βύβος †βυγή· βυδοί Βυζακηνός Βυζακίνα Βυζακίς *Βύζακος Βυζάντειος