< Βυζακίνα
*Βύζακος >
Βυζακίς
,
-ίδος, ἡ
• Alolema(s):
Βυζακῖτις
Ptol.
Geog
.4.3.6;
Βυσσάτις
Plb.3.23.2
Bizácide
en el norte de África
ἡ χώρα
Plb.l.c., 12.1.1, Ptol.
Geog
.l.c.