βύβλινος, -η, -ον
• Alolema(s): βιβλ- BGU 544.4 (II d.C.), Gal.14.483, SB 1.7 (III d.C.)


de papiro ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25, 34, 36, ὑποδήματα Hdt.2.37, ἱστία Hdt.2.96, τεύχη IPr.114.11 (I a.C.), ἐπιστολαί LXX Is.18.2, λαβὼν βύσμα ἀπὸ ληκύθου βίβλινον tomando la tapa de papiro de un frasco de ungüentos Gal.l.c., μάσχαλα TEracl.1.92, cf. BGU l.c., σχοινία SB l.c., διάδημα EM 216.35G.