βολβώδης βολβωρῠχέω Βόλγιος βολεός Βολέριον Βολέρων βολε<τ>ισμός †βολευταί βολέω βολεών βολή βολίδιον βολίζη βολίζω βολιμάριος βολιμοδικαστής βόλιμον βόλιμος Βολιναῖος Βολίνη βόλινθος βόλιον βολίς Βολίσκος Βολισός Βολισσεύς Βολισσός βολιστικός βολίστρα βολίταινα βολίτινος βόλῐτον Βόλκων βολλ- βολμός· Βολογ- βολόγαισσος Βολογεσίφορα Βολογεσιφορεύς Βολογεσσιεύς βολοκτῠπίη βόλομαι 1 βόλος 2 βόλος Βολουμνήσιοι βολουντάριος Βόλουρος βόλτιον βόλυβδος βομβάζω βομβαίνω βομβαλοβομβάξ βομβάξ βομβαύλιος βομβέω βομβηδόν βομβήεις βόμβημα βόμβησις βομβητής βομβήτρια βομβητικός βομβικόν βόμβιξ· βόμβο βομβοία· βομβοιλαδόνας· βόμβος Βόμβος βομβόφωνος