< Βολισός
Βολισσός >
Βολισσεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
Βολισσίτης
,
Βολίσσιος
boliseo
,
bolisita
,
bolisio
ét. de Boliso, St.Byz.s.u.
Βολισσός
.