< βόλιμος
Βολίνη >
Βολιναῖος
,
-α, -ον
1
bolineo
ét. de Bolina, St.Byz.s.u.
Βολίνη
.
2
ὁ Β.
Bolineo
río de Acaya, hoy Platanós, Paus.7.23.4.