< βόμβος
βομβόφωνος >
Βόμβος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βόμβρος
Plu.
Prou
.1.9
Bombo
o
Bombro
adivino beocio, Plu.
Prou
.l.c., Zen.2.84.