< βομβέω
βομβήεις >
βομβηδόν
adv.
zumbando
de abejas
β. κλονέονται
A.R.2.133
•
de pers.
con un murmullo sordo
κλίμακας ἀνέρπουσι β.
Luc.
Pisc
.42, cf. Man.4.449.