βολίζω
1 lanzar la sonda, sondar
καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσιAct.Ap.27.28, cf. Eust.563.30, 731.46, 1405.4.
2 sumergir, macerar peras en vino Gp.6.17.
καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσιAct.Ap.27.28, cf. Eust.563.30, 731.46, 1405.4.