< Βολισσεύς
βολιστικός >
Βολισσός
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
Βολισός
Androt.64;
Βολίσκος
Th.8.24
Boliso
ciu. de la costa occidental de Quíos, hoy Volisós
, Th.l.c., Androt.l.c., Ps.Hdt.
Vit.Hom
.24, St.Byz.