βράγχη Βραγχησία βραγχία· Βραγχιάδης βραγχιάζω Βραγχιάτης βραγχιάω Βραγχίδαι βραγχιοειδῆ βράγχιον βραγχίον βραγχιώδη βραγχός βράγχος Βράγχος βραγχώδης βράγχωσις βραδ- βρᾳδ- βράδος Βραδούας βραδυανάφορος βραδυβάμων βραδυβουλία βραδυγαμέω βραδυγαμία βραδύγαμος βραδυγενής βραδυγλωσσία βραδύγλωσσος βρᾰδῠδῑνής βραδυήκοος βραδυθάνατος βρᾰδύθω βραδύκαρπος βραδυκατάφορος βραδυκινησία βραδυκίνητος βραδυκρίσιμος Βράδυλλις βραδυλογία βραδύλογος βραδυμάθεια βραδυμαθής βραδύνοια βραδυνός βραδύνους βρᾰδύνω βραδυπαθέω βρᾰδῠπειθής βραδυπεπτέω βραδυπετή βρᾰδῠπευθής βραδυπεψία βραδύπιστος βραδυπλοέω βραδυπλοΐα βραδύπνοος βραδυπορέω βραδύπορος βρᾰδύπους βρᾰδύς βραδυσιτέω βραδυσιτία βραδυσκελής βραδυσμός βραδυστομέω βραδυτεκνία βραδυτής βραδυτοκέω