< βραδυσιτέω
βραδυσκελής >
βραδυσιτία
,
-ας, ἡ
comida posterior a la hora habitual
Alex.Trall.1.573.17,
φεύγειν ... δεῖ ... τὴν βραδυσιτίαν
Alex.Trall.2.473.17.