βραδυτής, -ῆτος, ἡ
1 lentitud, indolencia ref. a pers.
ἡμετέρῃ βραδυτῆτι τε νωχελίῃ τεIl.19.411,
ἐς ... ἀβουλίαν ... καὶ βραδυτῆταTh.5.75,
διὰ ... βραδυτῆτα ... καὶ ἀσθένειανPl.Phd.109d,
ἐν ταῖς πράξεσινIsoc.4.141,
ἐν λόγοιςThphr.Char.14.1,
ἴσθι ... τὴν βραδυτῆτα ... οὐ μικρὰν βλάβην τῷ ταμείῳ φέρεινSB 7741.12 (II d.C.?) en BL 3.193,
παρέχων αὑτῷ διὰ τῆς βραδυτῆτος μακροτέραν ἡδονήνal beber, Longus 3.8.2, cf. S.Ant.932, Th.1.71, D.18.246.
2 lentitud ref. al mov. en fenómenos naturales, op. a τάχος:
ἵνα δ' εἴη μέτρον ἐναργές τι πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχειde los astros, Pl.Ti.39b,
ταχυτῆτι γὰρ καὶ βραδυτῆτι ἐνίοτε διώρισταιArist.Ph.228b26, cf. 29, Ocell.8, Vett.Val.183.8, en el curso de una enfermedad
τάχος μὲν τὸ θέρος, β. δὲ ὁ χειμὼν προστίθησινGal.17(2).386,
τῆς ἀναβάσεως βραδυτῆταdel Nilo POxy.2569.19 (III d.C.)
•en la composición musical
οἱ πλέον ἢ δεῖ τὴν βραδυτῆτα διὰ συνθέτων φθόγγων ποιούμενοιAristid.Quint.33.10.