βράγχος, -εος, τό
branquia
ὅσσοι γε βράγχη ... ἔχουσινOpp.H.160, cf. Cat.Cod.Astr.12.191.
ὅσσοι γε βράγχη ... ἔχουσινOpp.H.160, cf. Cat.Cod.Astr.12.191.
β. μετὰ βηχόςHp.Coac.408, 474, cf. Aër.8, Flat.10,
πταρμὸς καὶ β. ἐπεγίγνετοTh.2.49,
βράγχος, ἀφωνίηAret.SA 1.9.6, cf. Arist.Pr.860a30, 37, Gal.5.694, 13.5, 17(2).23, Isid.Etym.4.7.13.