< βραγχιώδη
βράγχος >
βραγχός
,
-ή, -όν
ronco
neutr. como adv.
βραγχὸν τετριγυῖα
AP
6.54 (Paul.Sil.),
βραγχὰ λαρυγγιόων
AP
11.382.2 (Agath.).