< βραδύγλωσσος
βραδυήκοος >
βρᾰδῠδῑνής
,
-ές
de ruedas lentas
δίφρος
Nonn.
D
.37.482
•
fig.
de lento movimiento
,
tardo
θυμός
Nonn.
Par.Eu.Io
.20.25.