βραδυκίνητος, -ον
de movimiento lento
ψυχῆς μόριαGal.5.318, del elefante, Diog.Oen.150.2 (cj.),
ἐπὶ τοῦ βραδυκινήτου στοιχείου τοῦ ὕδατοςAristid.Quint.69.16, ref. al movimiento de los ojos, Adam.1.7,
ἀστήρHeliod.Neop.4.23, de Crono, Olymp.in Grg.47.3,
τὸ αὐτὸ κινηθὲν διάστημα βραδυκινητότερονPhlp.in Ph.680.31.