ἀνελλειπής ἀπολειπής 1 ἀλιπής 2 ἀλιπής ἀργῐλῐπής ἐκλιπής ἀνεκλιπής ἐλλῐπής ἀνελλιπής ἀνενλιπής ἁδρολῐπής γυναικοπίπης ἀθαλπής γεοθαλπής δυσθαλπής ἀελπής δορυμόλπης· ἀκαμπής δικαμπής δυσκαμπής βᾰθῠκαμπής ἀλαμπής διαλαμπής ἀειλαμπής αἰνολαμπής ἀκτινολαμπής ἀνισολαμπής ἔμπης γλωσσοκηλοκόμπης †Ἀγλαόπης ἀστεροπής ἐγκαρπής ἀτερπής βιοτερπής δημοτερπής εἰᾰροτερπής δυστερπής ἀγγόρπης· Βιδάσπης Ἀριάσπης Ἀστάσπης ἀρισπής αὐλοτρύπης δουρῐτῠπής ἀντιτυπής βᾰρυκτῠπής ἐντυπής γλαυκώπης ἀμβλωπής αὐτμενώπης· βοώπης βλοσῠρώπης ἀμβλυωπής ἄρης Ἄρης Βάρης ἀβᾰρής δουρῐβᾰρής Ἀστιβάρης ἀμφιβαρής Ἀρτεμβάρης Αἰγοβάρης ἀνομοιοβαρής γυιοβᾰρής αἱμοβᾰρής ἀνδροβαρής γαστροβᾰρής ἀνισοβαρής Βουβάρης Γωβάρης Ἀγγάρης