ἀντιτυπής, -ές
1 compacto, denso, macizo
συγκρίσειςEpicur.Fr.[23] 49.29, de un río helado
τὸ ῥεῖθρονHdn.6.7.7
•subst. resistencia
τὸ ἀντιτυπὲς αὐτῇ διδόασιChrysipp.Stoic.2.115.
2 fig. duro
πικρὸν δὲ καὶ ἀντιτυπὲς καὶ σκληρὸν ὁ πόνοςPh.2.162, cf. Alex.Aphr.de An.125.9.