ἀνεκλιπής, -ές


inagotable de la sabiduría ἀνεκλιπὴς γὰρ θησαυρός ἐστιν ἀνθρώποις LXX Sap.7.14, αὐτῆς πλοῦτος ἀνεκλιπής LXX Sap.8.18, πλοῦτος ἀ. ἡ δυσθήρατός ἐστι σοφία Clem.Al.Strom.5.4.23 (var. ἀνεκλειπής).