δημοτερπής, -ές
que gusta al pueblo, popular
ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδίαPl.Min.321a,
ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερονD.H.Rh.1.8,
τέχνηMax.Tyr.4.6
•subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.